- διορίζω
- (AM διορίζωΑ και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω]1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύωνεοελλ.εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσίααρχ.-μσν.ορίζω, προστάζωαρχ.1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό2. διακηρύσσω, δηλώνω3. αποφασίζω να έχει κάτι μια ορισμένη μορφή («οἱ... μῆνες με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)4. (απολ.) διακρίνω, διαστέλλω5. (για τόπο ή θάλασσα) σχηματίζω στο ένα μέρος προεξοχή6. μεταφέρω έξω από τα όρια, εξορίζω7. αποχωρίζω, περικλείω με όρια8. (για οιωνούς) ερμηνεύω9. παθ. α) διακόπτομαι, αποχωρίζομαιβ) περικλείομαι μέσα σε όρια.
Dictionary of Greek. 2013.