διορίζω

διορίζω
(AM διορίζω
Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω]
1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω
2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω
νεοελλ.
εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία
αρχ.-μσν.
ορίζω, προστάζω
αρχ.
1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό
2. διακηρύσσω, δηλώνω
3. αποφασίζω να έχει κάτι μια ορισμένη μορφή («οἱ... μῆνες με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)
4. (απολ.) διακρίνω, διαστέλλω
5. (για τόπο ή θάλασσα) σχηματίζω στο ένα μέρος προεξοχή
6. μεταφέρω έξω από τα όρια, εξορίζω
7. αποχωρίζω, περικλείω με όρια
8. (για οιωνούς) ερμηνεύω
9. παθ. α) διακόπτομαι, αποχωρίζομαι
β) περικλείομαι μέσα σε όρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διορίζω — draw a boundary through pres subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορίζω — διορίζω, διόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διορίζω — διόρισα, διορίστηκα, διορισμένος 1. τοποθετώ σε θέση εργασίας: Διορίστηκε στο δημόσιο. 2. αναθέτω επίσημα κάποια υπηρεσία: Διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορίζῃ — διορίζω draw a boundary through pres subj mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres ind mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορίσω — διορίζω draw a boundary through aor subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through fut ind act 1st sg διορίζω draw a boundary through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • διοριεῖ — διορίζω draw a boundary through fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διορίζω draw a boundary through fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζομένων — διορίζω draw a boundary through pres part mp fem gen pl διορίζω draw a boundary through pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζόμεθα — διορίζω draw a boundary through pres ind mp 1st pl διορίζω draw a boundary through imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζόμενον — διορίζω draw a boundary through pres part mp masc acc sg διορίζω draw a boundary through pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”